Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ψαράκι που το έλεγαν Μάτεο. Το ψαράκι αυτό ζούσε σε μια θάλασσα μακρινή, λίγο μικρή μεν, αλλά γεμάτη ψάρια, πολλά άλλα ψάρια.
Πρέπει ακόμα να σας πω ότι αυτό το ψαράκι έμενε με τους γονείς του. Κι ότι ο ψαρομπαμπάς του και η ψαρομαμά του ήταν πολύ αυστηροί μαζί του. Δεν ξέρουμε γιατί, αλλά το εμπόδιζαν να κάνει ένα σωρό πράγματα*. Του καταλόγιζαν ότι κολυμπούσε, ότι έπαιζε, ότι έκανε θόρυβο με το στόμα του, με δυο λόγια, το ψαράκι αυτό είχε πάντα την αίσθηση ότι δεν έκανε ποτέ αυτό που έπρεπε. Συχνά αναρωτιόταν εάν οι γονείς του ήταν οι αληθινοί γονείς του, τόσο αυστηροί φαίνονταν. Αλλά πρώτα απ΄όλα τους φοβόταν πολύ, κυρίως τον μπαμπά του, τη μαμά του λιγότερο, αλλά τη φοβόταν λίγο κι αυτή. Αυτό το φόβο τον έκρυβε πολύ βαθιά μέσα του, ποτέ, ποτέ δεν θα τον ομολογούσε σε κανέναν. Σε ποιον να μιλήσει άλλωστε; Τα άλλα ψάρια δεν έδειχναν να φοβούνται.
Έτσι κάθε πρωί, αυτό το ψαράκι που το έλεγαν Μάτεο, όταν έφτανε στο σχολείο των ψαριών, ξέρετε τι έκανε; Ε, λοιπόν, έδινε μια και κολυμπούσε προς τα άλλα ψάρια που βρίσκονταν στην αυλή του σχολείου και τα δάγκωνε. Ναι, τα δάγκωνε με το ψαρόστομά του, έτσι, χρατς, χρατς! Τα χτύπαγε κιόλας με τα πτερύγια του, με την ουρά του. Τους έριχνε νερό στα μάτια για να κλαίνε. Ναι, ναι τα ψάρια κλαίνε. Δεν το βλέπουμε γιατί τα δάκρυά τους ανακατεύονται με το νερό της θάλασσας, αλλά τα ψάρια όντως κλαίνε. Προφανώς, όλοι, όλα τα ψάρια, έμεναν κάθε φορά έκπληκτοι βλέποντας το Μάτεο το ψαράκι να δαγκώνει και να χτυπάει έτσι. Τα άλλα ψαράκια τον φοβόντουσαν. Έτσι ήταν! Αφού αυτό φοβόταν τον μπαμπά του και λίγο τη μαμά του, ήταν πολύ λυπημένο. Αν ξέρατε πόσο λυπητερή είναι η λύπη ενός μικρού παιδιού ψαριού! Είναι τόσο λυπητερή, που καμιά φορά κάνει το νερό της θάλασσας γκρίζο, μπορεί και μαύρο. Καμιά φορά βλέπουμε τη θάλασσα έτσι μαύρη, καθόλου γαλάζια, ούτε πράσινη, ούτε ευτυχισμένη, μαύρο κατράμι. Ε λοιπόν, σας το λέω, είναι εξαιτίας της λύπης των μικρών παιδιών ψαριών!
Κάποια μέρα, η δασκάλα του σχολείου των ψαριών πλησίασε το Μάτεο και του είπε: – Σ’ έχω δει να χτυπάς τα άλλα ψαράκια. Τις περισσότερες μάλιστα φορές σ’ εμπόδισα να το κάνεις. Εγώ δε θέλω να σε φοβούνται τα άλλα ψαράκια. Πρόσεξα καλά ότι συχνά έχεις πολύ θυμό μέσα σου. Είναι μέρες που γίνεσαι κατακόκκινος από το θυμό σου. Χτες το βράδυ, πριν πάω για ύπνο, σε σκέφτηκα, και προβληματίστηκα πολύ, και μετά μου ήρθε μια ιδέα! Σου έφερα ένα κουτί για να βάζεις το θυμό σου. Είναι ένα κουτί όπου μπορούν να αφήνουν το θυμό τους τα ψαράκια. Το πρωί όταν έρχεσαι, μπορείς να βάζεις το θυμό σου στο κουτί, και το βράδυ, αν θέλεις, θα σου τον επιστρέφω, για να γυρνάς στο σπίτι. Αν πάλι το επιθυμείς, ο θυμός σου μπορεί τη νύχτα να κοιμάται εδώ, στο σχολείο. Έτσι, το επόμενο πρωί θα είναι ξεκούραστος… Ο Μάτεο, το ψαράκι, έμεινε να κοιτάει έκπληκτο τη δασκάλα των ψαριών. Δεν ήξερε ότι υπήρχαν θυμοκούτια, φοβοκούτια, λυποκούτια, όπου μπορείς να βάζεις τους θυμούς, τις λύπες ή τους φόβους σου. Εκείνο το πρωί δεν είπε τίποτα, αλλά την άλλη μέρα έφτασε μ’ ένα πολύ μικρό κοχυλάκι, που είχε βρει στο δρόμο για το σχολείο, στο βυθό της θάλασσας. Είπε στη δασκάλα του σχολείου των ψαριών: -Κυρία, θα ήθελα να βάλω τη σημερινή πρωινή μου λύπη στο κουτί του θυμού… Η δασκάλα πήρε το κοχυλάκι, το κοίταξε πολλή ώρα και είδε ότι έκρυβε μέσα του μεγάλη λύπη όντως. Κατάλαβε ότι οι θυμοί είναι λύπες που δεν μπορούν να εκφραστούν αλλιώς. Έβαλε το κοχυλάκι στο κουτί του θυμού, όπως της είχες ζητήσει ο Μάτεο, το ψαράκι. Νομίζω μάλιστα ότι τον φίλησε, αλλά δεν είμαι και σίγουρος, γιατί δεν ξέρω πως φιλιούνται τα ψάρια!
Η συνέχεια της ιστορίας; Ε, λοιπόν, δεν την ξέρω ακόμα. Η δασκάλα του σχολείου των ψαριών μου είπε ότι θα μου την έλεγε κάποια μέρα. Έκτοτε έμαθα ότι και άλλες δασκάλες, στα σχολεία των ψαριών, είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια να προτείνουν κουτιά για να βάζει κανείς τα οδυνηρά αισθήματα. Έτσι ώστε τα ψαράκι να μην παραμένουν φορτωμένα, φορτισμένα ή μολυσμένα από αρνητικές σκέψεις ολόκληρη τη μέρα. Κάτι μου λέει ότι αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει και με τα μικρά των ανθρώπων. Έτσι τελειώνει προς το παρόν ο μύθος του μικρού ψαριού που είχε τόσο θυμό μέσα του… που θα μπορούσε να καταπιεί ολόκληρη τη θάλασσα.
*Μπορεί να φοβόνταν μη χτυπήσει ή μη χαθεί! Ποτέ δεν το είπαν γιατί οι ψαρογονείς δεν μιλάνε πολύ για τον εαυτό τους. Δεν έχετε ακούσει που λένε: «Σιγή ιχθύος»!